- δευτεροετής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που διανύει το δεύτερο χρόνο σπουδών ή βρίσκεται για δεύτερο χρόνο σε έτος σπουδών: Ο Κώστας είναι δευτεροετής της ιατρικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.